Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία το 1885 αποτέλεσε την απαρχή μιας συστηματικής προσπάθειας εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου στη Μακεδονία. Η Ελλάδα, παρακολουθώντας με ανησυχία τις εξελίξεις, αποφάσισε να οργανώσει τον Μακεδονικό Αγώνα για τη διαφύλαξη του ελληνισμού στις βόρειες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς (1870–1904), δραστήριο μέλος της Εθνικής Εταιρείας και βαθιά πατριώτης, υπήρξε από τους πρώτους αξιωματικούς που στάλθηκαν επίσημα από την Ελλάδα στη Μακεδονία, με σκοπό την οργάνωση και καθοδήγηση επαναστατικών ομάδων.
Σε συνεργασία με τον Ίωνα Δραγούμη, υποπρόξενο του Μοναστηρίου, δημιούργησαν από τον Νοέμβριο του 1902 έναν ισχυρό αμυντικό μηχανισμό και προχώρησαν στη συγκρότηση του Μακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα, με πρόεδρο τον δημοσιογράφο Δημήτρη Καλαποθάκη.
Τον Ιούλιο του 1904, ο Παύλος Μελάς αναχώρησε για τη Μακεδονία, όπου συναντήθηκε με τοπικούς αγωνιστές και συντόνισε τη δράση τους. Έναν μήνα αργότερα, με το ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας», ανέλαβε επίσημα τη διοίκηση των αντάρτικων σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία, έχοντας ως αποστολή την αντιμετώπιση της βουλγαρικής ένοπλης προπαγάνδας και την ενίσχυση του ελληνικού φρονήματος.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904, περικυκλωμένος από τουρκικό απόσπασμα στο χωριό Στάτιστα (σήμερα ονομάζεται Μελάς, προς τιμήν του), τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο ηρωικός του θάνατος συγκλόνισε το πανελλήνιο και έγινε σύμβολο θυσίας, ανδρείας και αυταπάρνησης.
Η μορφή του Παύλου Μελά δεν υπήρξε μόνο το σύμβολο ενός εθνικού αγώνα — υπήρξε η σπίθα που αναζωπύρωσε το όραμα της ελευθερίας και ενέπνευσε εκατοντάδες Μακεδονομάχους να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι τη δικαίωση της Μακεδονίας.














